ακτίνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ακτίνα | οι | ακτίνες |
γενική | της | ακτίνας | των | ακτίνων |
αιτιατική | την | ακτίνα | τις | ακτίνες |
κλητική | ακτίνα | ακτίνες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακτίνα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκτῖνα < αρχαία ελληνική ἀκτίς από την αιτιατική ἀκτῖνα [1][2]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈkti.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κτί‐να
Ουσιαστικό επεξεργασία
ακτίνα θηλυκό
- (σχετικά με το φως)
- γραμμή φωτός (ή παρόμοιας ακτινοβολίας)
- ↪ οι ακτίνες του ήλιου
- ↪ οι ακτίνες Χ
- (προφορικό, ιατρική) η ακτινογραφία με ακτίνες Χ
- ↪ Πήγα κι έβγαλα μια ακτίνα στο χέρι μου, γιατί πονούσε.
- γραμμή φωτός (ή παρόμοιας ακτινοβολίας)
- (γεωμετρία)
- το ευθύγραμμο τμήμα που συνδέει το κέντρο του κύκλου με ένα σημείο της περιφέρειάς του, η ημιδιάμετρος του κύκλου
- το μέτρο αυτού του τμήματος
- (κατ’ επέκταση) απόσταση που περιγράφει το εύρος μιας επιφάνειας
- ↪ Η έκρηξη προκάλεσε καταστροφές σε ακτίνα εκατοντάδων μέτρων.
Συγγενικά επεξεργασία
και
- ακτιν- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
→ και δείτε τη λέξη αχτίδα για το θέμα αχτιδ-
Μεταφράσεις επεξεργασία
γεωμετρία
|
ιατρική
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ακτίνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ακτίνα - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας