ακριτόμυθος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακριτόμυθος < αρχαία ελληνική ἀκριτόμυθος
Επίθετο επεξεργασία
ακριτόμυθος, -η, -ο
- (λόγιο) που μιλά απερίσκεπτα και φανερώνει μυστικά ή λέει κουταμάρες
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- ακριτομυθία
- → δείτε τις λέξεις άκριτος, κρίνω και μύθος