Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αινιγματώδης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αινιγματώδ
ης
η
αινιγματώδ
ης
το
αινιγματώδ
ες
γενική
του
αινιγματώδ
ους
της
αινιγματώδ
ους
του
αινιγματώδ
ους
αιτιατική
τον
αινιγματώδ
η
την
αινιγματώδ
η
το
αινιγματώδ
ες
κλητική
αινιγματώδ
η
(
ς
)
αινιγματώδ
ης
αινιγματώδ
ες
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αινιγματώδ
εις
οι
αινιγματώδ
εις
τα
αινιγματώδ
η
γενική
των
αινιγματωδ
ών
των
αινιγματωδ
ών
των
αινιγματωδ
ών
αιτιατική
τους
αινιγματώδ
εις
τις
αινιγματώδ
εις
τα
αινιγματώδ
η
κλητική
αινιγματώδ
εις
αινιγματώδ
εις
αινιγματώδ
η
Κατηγορία
όπως «
μανιώδης
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αινιγματώδης
<
αρχαία ελληνική
αἰνιγματώδης
<
αἴνιγμα
Επίθετο
επεξεργασία
αινιγματώδης,-ης,-ες
που μοιάζει με
αίνιγμα
Συνώνυμα
επεξεργασία
αινιγματικός
ανεξιχνίαστος
ασαφής
μυστηριώδης
σκοτεινός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αινιγματώδης
αγγλικά
:
riddling
(en)
,
enigmatic
(en)
,
obscure
(en)