αινιγματικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αινιγματικός < αρχαία ελληνική αἰνιγματικός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.niɣ.ma.tiˈkos/
Επίθετο επεξεργασία
αινιγματικός, -ή, -ό
- σχετικός με ένα αίνιγμα
- μυστηριώδης, εκείνος που επίτηδες γίνεται δυσνόητος,ο ασαφής, εκείνος που δημιουργεί ερωτηματικά, αυτό που δεν εξηγείται μόνο με ένα τρόπο
- Σήμερα είσαι πολύ «αινιγματικός», όλο με διφορούμενα μιλάς
- Ο Κώστας είναι «αινιγματική» φυσιογνωμία (κανείς δεν ξέρει πολλά γι' αυτόν)
- Το «αινιγματικό χαμόγελο της Τζιοκόντα» και «Η σιωπή σου είναι αινιγματική» (κάτι που ερμηνεύεται με πολλους και ποικίλους τρόπους)
Συγγενικά επεξεργασία
- αινιγματίας παλιότερα όποιος εκφραζόταν ασαφώς
- υπαινικτικός
Συνώνυμα επεξεργασία
- γρίφος για άτομο
- ασαφής
- μυστηριώδης
- σκοτεινός