Δείτε επίσης: αἰδήμων

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αιδήμων η αιδήμων το αιδήμον
      γενική του αιδήμονος της αιδήμονος του αιδήμονος
    αιτιατική τον αιδήμονα την αιδήμονα το αιδήμον
     κλητική αιδήμων αιδήμων αιδήμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αιδήμονες οι αιδήμονες τα αιδήμονα
      γενική των αιδημόνων των αιδημόνων των αιδημόνων
    αιτιατική τους αιδήμονες τις αιδήμονες τα αιδήμονα
     κλητική αιδήμονες αιδήμονες αιδήμονα
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «αιδήμων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αιδήμων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αἰδήμων

  Επίθετο επεξεργασία

αιδήμων, -ων, -ον

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία