αεροδιαστημικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αεροδιαστημικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
αεροδιαστημικός, -ή, -ό
- (αεροπορικός όρος): σχετικός με την ατμόσφαιρα και το κοσμικό διάστημα
αεροδιαστημικός, -ή, -ό