Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ατμόσφαιρα οι ατμόσφαιρες
      γενική της ατμόσφαιρας των ατμοσφαιρών
    αιτιατική την ατμόσφαιρα τις ατμόσφαιρες
     κλητική ατμόσφαιρα ατμόσφαιρες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Το φεγγάρι πίσω από την ατμόσφαιρα της γης.

  Ετυμολογία επεξεργασία

ατμόσφαιρα < ατμό- + σφαίρα, λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική atmosphère < αρχαία ελληνική ἀτμός + σφαῖρα[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈtmo.sfe.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐τμό‐σφαι‐ρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ατμόσφαιρα θηλυκό

  1. (μόνο στον ενικό)
    1. μετεωρολογία) η μάζα αερίων που βρίσκεται γύρω από ένα πλανήτη ή δορυφόρο.
      Στη Γη, η ατμόσφαιρα είναι απαραίτητη για την επιβίωση των οργανισμών και διακρίνεται σε τροπόσφαιρα, στρατόσφαιρα, μεσόσφαιρα, θερμόσφαιρα ή ιονόσφαιρα και εξώσφαιρα.
      η ρύπανση της ατμόσφαιρας είναι ζήτημα που αφορά όλους μας
    2. η μάζα αερίων που καλύπτει μια περιοχή
      η ατμόσφαιρα των μεγαλουπόλεων
    3. οι μετεωρολογικές συνθήκες που επικρατούν σε μια περιοχή
      η ατμόσφαιρα αύριο θα είναι διαυγής
    4. ο αέρας σε ένα συγκεκριμένο χώρο
      άνοιξε το παράθυρο να ανανεωθεί η ατμόσφαιρα
    5. (μεταφορικά) η συναισθηματική ή ψυχολογική διάθεση που κυριαρχεί σε ένα χώρο
      με τα πρώτα χαμόγελα η ατμόσφαιρα έγινε λιγότερο αμήχανη
  2. (αστρονομία) το αεριώδες περίβλημα των ουράνιων σωμάτων
  3. (φυσική) μονάδα μέτρησης της πίεσης που ασκούν ατμοί ή αέρια
    πίεση 2 ατμοσφαιρών

Ταυτόσημο επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • περιρρέουσα ατμόσφαιρα: οι συνθήκες που επικρατούν σε σχέση με ένα πολιτικό, οικονομικό, πολιτιστικό κ.λπ. φαινόμενο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία