Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγχιστεία οι αγχιστείες
      γενική της αγχιστείας των αγχιστειών
    αιτιατική την αγχιστεία τις αγχιστείες
     κλητική αγχιστεία αγχιστείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγχιστεία < αρχαία ελληνική ἀγχιστεία < ἀγχιστεύω < ἄγχω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγχιστεία θηλυκό

  • η συγγενική σχέση που αποκτάται μέσω γάμου με τα μέλη της οικογένειας του/της συζύγου

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία