αγχέμαχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγχέμαχος < αρχαία ελληνική ἀγχέμαχος
Επίθετο επεξεργασία
αγχέμαχος -η -ο
- το ξίφος είναι αγχέμαχο όπλο
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγχέμαχος
|
αγχέμαχος -η -ο
|