αγρινό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αγρινό | τα | αγρινά |
γενική | του | αγρινού | των | αγρινών |
αιτιατική | το | αγρινό | τα | αγρινά |
κλητική | αγρινό | αγρινά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγρινό < → λείπει η ετυμολογία
- για το είδος πρόβατου < → λείπει η ετυμολογία
- Δείτε και αγρινόν (κυπριακά, είδος πρόβατου)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ɣɾiˈno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γρι‐νό
Ουσιαστικό επεξεργασία
αγρινό ουδέτερο
- (δημοτική, θηλαστικό ζώο) αίγαγρος, αγριοκάτσικο
- είδος άγριου προβάτου, της υποοικογένειας Caprinae [2][3][4]
Δείτε επίσης επεξεργασία
- mouflon (Ovis gmelini) στην αγγλική Βικιπαίδεια
- αγρινό στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- ↑ σελ.42. τεύχος 135, περιοδικό Η Φύση της Ελληνικής Εταιρείας Προστασίας της Φύσης
- ↑ διδακτορική διατριβή, 2012
- ↑ διδακτορική διατριβή, 2017