Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πρόβατο τα πρόβατα
      γενική του πρόβατου
προβάτου
των πρόβατων
προβάτων
    αιτιατική το πρόβατο τα πρόβατα
     κλητική πρόβατο πρόβατα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
πρόβατο με το χαρακτηριστικό τρίχωμά του

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρόβατο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πρόβατον < προβαίνω < προ + βαίνω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpɾo.va.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρό‐βα‐το

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρόβατο ουδέτερο (θηλυκό: προβατίνα)

  1. (θηλαστικό ζώο) τετράποδο θηλαστικό οικόσιτο ζώο (επιστημονικό όνομα Ovis aries) που ζει σε κοπάδι· εκτρέφεται για το μαλλί του, καθώς και για το γάλα, από το οποίο φτιάχνεται τυρί, γιαούρτι κ.ά.
  2. (μεταφορικά) αφελής
  3. (μεταφορικά) ανόητος
  4. (μεταφορικά) άκακος

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία