αγριοκάτσικο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αγριοκάτσικο ουδέτερο
- (θηλαστικό ζώο) ο αίγαγρος, το άγριο κατσίκι
- (μεταφορικά) ακοινώνητος ή ασυμβίβαστος άνθρωπος
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγριοκάτσικο
→ δείτε τη λέξη αίγαγρος |