ασυμβίβαστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασυμβίβαστος < μεσαιωνική ελληνική ασυμβίβαστος < αρχαία ελληνική συμβιβάζω
Επίθετο επεξεργασία
ασυμβίβαστος
- που δεν έχει συμβιβαστεί ή δε συμβιβάζεται, αδιάλλακτος
- δύστροπος, ιδιότροπος
- είναι εκκεντρικός, ασυμβίβαστος και λίγοι άνθρωποι μπορούν να τον καταλάβουν.
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- ασυμβίβαστα
- ασυμβίβαστο
- → δείτε τη λέξη συμβιβάζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασυμβίβαστος