Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγγλιστί < Άγγλ(ος) + -ιστί

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aŋ.ɡliˈsti/

  Επίρρημα επεξεργασία

αγγλιστί

  1. στα αγγλικά, στην αγγλική γλώσσα
  2. (και ειρωνικό)
    Γιατί μου τα λες αγγλιστί; Μίλα μου ελληνικά.

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία