Δείτε επίσης: άγγλος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική Άγγλος Αγγλίδα Άγγλοι Αγγλίδες
γενική Άγγλου Αγγλίδας Άγγλων Αγγλίδων
αιτιατική Άγγλο Αγγλίδα Άγγλους Αγγλίδες
κλητική Άγγλε Αγγλίδα Άγγλοι Αγγλίδες

  Ετυμολογία επεξεργασία

Άγγλος < μεσαιωνική ελληνική Άγγλος < Αγγλία < υστερολατινική Anglia < Angli < Anglus < πρωτογερμανική *angulō / *angô (αγκίστρι) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂énk-ō < *h₂enk- (καμπή, καμπύλη, λύγισμα)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Άγγλος αρσενικό

  1. (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από την Αγγλία
  2. (μεταφορικά) αυτός που είναι απόλυτα συνεπής και ακριβής στα ραντεβού του

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία