-ιστί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- -ιστί < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ιστί
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /iˈsti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ι‐στί
Επίθημα επεξεργασία
-ιστί
- (λόγιο ή ειρωνικό) για το σχηματισμό επιρρημάτων που δηλώνουν τρόπο γραφής ή ομιλίας
- συνήθως από εθνωνυμικό όνομα
- ή και άλλα ουσιαστικά
Παράγωγα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- -ιστί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- λήγουν σε --ιστί - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- -ιστί < από ρήματα σε -ίζω → λείπει η ετυμολογία
Επίθημα επεξεργασία
-ιστί
- μετονοματικό επίθημα επιρρημάτων δηλωτικό ομιλίας
Παράγωγα επεξεργασία
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ιστί στο Βικιλεξικό
- Λέξεις -ιστί @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Πηγές επεξεργασία
- -ιστί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας