Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβαρής η αβαρής το αβαρές
      γενική του αβαρούς* της αβαρούς του αβαρούς
    αιτιατική τον αβαρή την αβαρή το αβαρές
     κλητική αβαρή(ς) αβαρής αβαρές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβαρείς οι αβαρείς τα αβαρή
      γενική των αβαρών των αβαρών των αβαρών
    αιτιατική τους αβαρείς τις αβαρείς τα αβαρή
     κλητική αβαρείς αβαρείς αβαρή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αβαρής < αρχαία ελληνική ἀβαρής < ἀ- + βάρος

  Επίθετο επεξεργασία

αβαρής, -ής, -ές

  1. χωρίς βάρος
  2. ελαφρύς, ανάλαφρος
  3. (μεταφορικά) ασύνετος, άμυαλος
  4. (μεταφορικά) που δεν ενοχλεί

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία