Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀβαρής < α- στερητικό και βάρος

  Επίθετο επεξεργασία

ἀβαρής, -ης, -ες

  1. αυτός που δεν έχει βάρος, ο ελαφρύς, ο ανεπαχθείς
  2. (νεοελληνική) αβαρής

Εκφράσεις επεξεργασία

  • ἀβαρές ρευστόν