άχεστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άχεστος | η | άχεστη | το | άχεστο |
γενική | του | άχεστου | της | άχεστης | του | άχεστου |
αιτιατική | τον | άχεστο | την | άχεστη | το | άχεστο |
κλητική | άχεστε | άχεστη | άχεστο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άχεστοι | οι | άχεστες | τα | άχεστα |
γενική | των | άχεστων | των | άχεστων | των | άχεστων |
αιτιατική | τους | άχεστους | τις | άχεστες | τα | άχεστα |
κλητική | άχεστοι | άχεστες | άχεστα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈa.çe.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐χε‐στος
Επίθετο επεξεργασία
άχεστος, -η, -ο (οικείο)
- που δεν είναι χεσμένος, που δεν έχει χέσει ή χεστεί, δεν είναι λερωμένος από χέσιμο
- (μεταφορικά) που δεν τον έχουνε βρίσει
Μεταφράσεις επεξεργασία
άχεστος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ άχεστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές επεξεργασία
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.