χέσιμο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χέσιμο | τα | χεσίματα |
γενική | του | χεσίματος | των | χεσιμάτων |
αιτιατική | το | χέσιμο | τα | χεσίματα |
κλητική | χέσιμο | χεσίματα | ||
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
χέσιμο ουδέτερο
- η ενέργεια του χέζω, η αφόδευση
- (χυδαίο) η σφοδρή επίπληξη
- με φώναξε ο προϊστάμενος στο γραφείο του κι έφαγα ένα χέσιμο!
Εκφράσεις επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
χέσιμο
|