άτυπος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άτυπος | η | άτυπη | το | άτυπο |
γενική | του | άτυπου | της | άτυπης | του | άτυπου |
αιτιατική | τον | άτυπο | την | άτυπη | το | άτυπο |
κλητική | άτυπε | άτυπη | άτυπο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άτυποι | οι | άτυπες | τα | άτυπα |
γενική | των | άτυπων | των | άτυπων | των | άτυπων |
αιτιατική | τους | άτυπους | τις | άτυπες | τα | άτυπα |
κλητική | άτυποι | άτυπες | άτυπα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- άτυπος < ελληνιστική κοινή ἄτυπος < (σημασιολογικό δάνειο) γερμανική informell
Επίθετο επεξεργασία
άτυπος, -η, -ο
- που δεν γίνεται σύμφωνα με κάποιους τύπους ή κανόνες ή δεν εμφανίζει κάποια τυπικά χαρακτηριστικά
- (νομικός όρος) παράτυπος
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
νομικός όρος
→ δείτε τη λέξη παράτυπος |