Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

άτυπα < άτυπ(ος) +

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈa.ti.pa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐τυ‐πα

  Επίρρημα επεξεργασία

άτυπα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

άτυπα