άποιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άποιος | η | άποια | το | άποιο |
γενική | του | άποιου | της | άποιας | του | άποιου |
αιτιατική | τον | άποιο | την | άποια | το | άποιο |
κλητική | άποιε | άποια | άποιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άποιοι | οι | άποιες | τα | άποια |
γενική | των | άποιων | των | άποιων | των | άποιων |
αιτιατική | τους | άποιους | τις | άποιες | τα | άποια |
κλητική | άποιοι | άποιες | άποια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- άποιος < (ελληνιστική κοινή) ἄποιος < αρχαία ελληνική ποιός
Επίθετο επεξεργασία
άποιος, -α, -ο
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
- άποιος διαβήτης: κλινικό σύνδρομο κατά το οποίο εξαιτίας της μειωμένης παραγωγής αντιδιουρητικής ορμόνης (βαζοπρεσσίνης) παρατηρείται μειωμένη ικανότητα συμπύκνωσης των ούρων, αυξημένη διούρηση (πολυουρία) και μειωμένη ωσμωτικότητα ούρων
Μεταφράσεις επεξεργασία
άποιος
|
άποιος διαβήτης