Σία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σί‐α
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Σία | οι | Σίες |
γενική | της | Σίας | — | |
αιτιατική | τη | Σία | τις | Σίες |
κλητική | Σία | Σίες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Κύριο όνομα επεξεργασία
Σία θηλυκό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- Σία < Συντροφία, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική Cie (< Compagnie)
Συντομομορφή επεξεργασία
Σία θηλυκό συντομογραφία
- (οικονομία, νομικός όρος) της λέξης Συντροφία, για να δηλωθούν οι υπόλοιποι συνέταιροι μιας επιχείρησης που δεν αναφέρονται στον τίτλο/επωνυμία της επιχείρησης
- Γραφείο ταξιδιών Θόμψων και Σία (τίτλος μυθιστορήματος του Ιουλίου Βερν)
- (ειρωνικό) τα υπόλοιπα, εκτός από τον αρχηγό, μέλη μιας παρέας
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ετυμολογία 3 επεξεργασία
- Σία < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Σία αρσενικό άκλιτο
- (αιγυπτιακή μυθολογία) θεός που ανήκει στην Εννεάδα της Ηλιούπολης και παρίστανε την αντίληψη
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ετυμολογία 4 επεξεργασία
- Σία < γενική ενικού του αρσενικού Σίας
Κύριο όνομα επεξεργασία
Σία θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Σία αρσενικό
Πηγές επεξεργασία
- Σία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας