Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρέα οι παρέες
      γενική της παρέας
    αιτιατική την παρέα τις παρέες
     κλητική παρέα παρέες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρέα < (άμεσο δάνειο) εβραιοϊσπανική parea < ισπανική pareja (ζευγάρι), θηλυκό του parejo < δημώδης λατινική *paricla < *pariclus < *pariculus < λατινική par

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /paˈɾe.a/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παρέα θηλυκό

  1. φιλική συντροφιά, ομάδα φίλων
    θα βγω έξω με την παρέα μου
  2. η σχέση ανάμεσα σε φίλους που συναντιούνται συχνά, η κοινωνική συναναστροφή
    κάνουμε παρέα με τα παιδιά αυτά εδώ και κάτι μήνες
  3. (μεταφορικά) αντικείμενο που μας συνοδεύει και μας ψυχαγωγεί

Συγγενικά επεξεργασία

ομόρριζα:

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Επίρρημα επεξεργασία

παρέα

  • μαζί
    είμαστε παρέα με τα παιδιά