Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ιλινόι < (άμεσο δάνειο) αγγλική Illionis (προφορά ˌɪləˈnɔɪ). Συγκρίνετε με το Ιλινόις

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ιλινόι ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία