Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αϊντάχο < (άμεσο δάνειο) αγγλική Idaho

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αϊντάχο ουδέτερο άκλιτο

Άλλες μορφές επεξεργασία

  • Άινταχο (κατά την αμερικανική προφορά)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία