Δείτε επίσης: Βατῇ, βατή, Βάτι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vaˈti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βα‐τή

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

Βατή < γενική ενικού του αρσενικού Βατής

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βατή θηλυκό, άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία


  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Βατή
      γενική της Βατής
    αιτιατική τη Βατή
     κλητική Βατή
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Βατή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Βατή

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βατή θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία


  Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία

Βατή αρσενικό



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Βατή
      γενική τῆς Βατῆς
      δοτική τῇ Βατ
    αιτιατική τὴν Βατήν
     κλητική ! Βατή
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βατή < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βατή θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία