Δείτε επίσης: Βατῆς, βατῆς, βατής, -βάτης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Βατής οι Βατήδες
      γενική του Βατή των Βατήδων
    αιτιατική τον Βατή τους Βατήδες
     κλητική Βατή Βατήδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Ραγκαβής (κλίση: μπαλωματής)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βατής < λείπει η ετυμολογία, δείτε τη Συζήτηση:Βατής

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vaˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βα‐τής

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βατής αρσενικό (θηλυκό Βατή)

Δείτε επίσης επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία


  Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία

Βατής θηλυκό