Ολλανδικά (nl) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

woon (nl)

  1. 1ο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος wonen
  2. 2ο ενικό πρόσωπο της προστακτικής του ρήματος wonen