Ετυμολογία

επεξεργασία

wilczyca < wilk

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

wilczyca (pl) θηλυκό

  1. η λύκαινα
    • θηλυκός λύκος
    • θηλυκό λυκόσκυλο