widelec
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
widelec < πρωτοσλαβική vidla
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
widelec (pl) αρσενικό
- το πιρούνι
- κουζινικό σκεύος
- εξάρτημα οχήματος
widelec < πρωτοσλαβική vidla
widelec (pl) αρσενικό