Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

white hat (en)

  • λευκός χάκερ, «νομιμόφρων/ηθικός» χάκερ που τεστάρει καλόβουλα την ασφάλεια μεταφοράς δεδομένων, τα αποθηκευμένα δεδομένα (όπου κι αν αποθηκεύονται, πχ. σε server που δεν όρισε συνειδητά ο χρήστης) και τις ιστοσελίδες (όμως κάποιες φορές προκύπτουν παρεξηγήσεις σε σχέση με το έργο του)

Συνώνυμα επεξεργασία