Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

/ˈwakə/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

  1. αυτός, αυτή ή αυτό που χτυπά κάτι δυνατά
  2. (Αυστραλία) ανόητος, ηλίθιος, μαλ άκας