Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

weet (nl)

  1. 1ο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος weten
  2. 2ο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος weten
  3. 3ο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος weten
  4. 2ο ενικό πρόσωπο της προστακτικής του ρήματος weten