Ετυμολογία

επεξεργασία

wartość bezwzględna < από το ουσιαστικό wartość και το επίθετο bezwzględny

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

wartość bezwzględna (pl) θηλυκό

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία