Ολλανδικά (nl) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

wandelt (nl)

  1. 2ο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος wandelen
  2. 3ο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος wandelen