Προφορά

επεξεργασία

/ˈwɒd(ə)l/

waddle (en)

  • περπατώ με μικρά βήματα, κινούμενος όπως η πάπια

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

waddle (en)

  • βάδισμα με μικρά βήματα και κίνηση όπως της πάπιας