Ετυμολογία

επεξεργασία
visiting hours < → δείτε τις λέξεις visiting και hours

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

visiting hours (en) (μόνο πληθυντικός)

  • το επισκεπτήριο
    ⮡  Visiting hours were limited to one hour a day.
    Το επισκεπτήριο περιορίστηκε σε μια ώρα την ημέρα.