vestiĝi
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- vestiĝi < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
ρήμα vestiĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | vestiĝas | vestiĝanta | vestiĝata |
αόριστος | vestiĝis | vestiĝinta | vestiĝita |
μέλλοντας | vestiĝos | vestiĝonta | vestiĝota |
υποθετική | vestiĝus | - | - |
προστακτική | vestiĝu | - | - |
vestiĝi (eo)