Ετυμολογία

επεξεργασία
velki < γερμανική welken

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈvel.ki/
ρήμα velki
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας velkas velkanta velkata
αόριστος velkis velkinta velkita
μέλλοντας velkos velkonta velkota
υποθετική velkus - -
προστακτική velku - -

velki (eo)