Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

vénalité (fr) θηλυκό

  1. το ξεπούλημα ενός αγαθού, μιας υπηρεσίας, κλπ., για ανήθικους λόγους
  2. ο χαρακτήρας ενός τέτοιου ανθρώπου