usher
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
usher (en)
- αυτός που συνοδεύει κάποιον στη θέση του σε ένα θέατρο (ταξιθέτης), μια εκκλησία κλπ
- ένας κλητήρας-θυρωρός σε αίθουσα δικαστηρίου ή νομοθετικού σώματος
usher (en)