Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʌʃər/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

usher (en)

  1. αυτός που συνοδεύει κάποιον στη θέση του σε ένα θέατρο (ταξιθέτης), μια εκκλησία κλπ
  2. ένας κλητήρας-θυρωρός σε αίθουσα δικαστηρίου ή νομοθετικού σώματος