Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
unhappily
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
unhappily
<
unhappy
+
-ly
Επίρρημα
επεξεργασία
unhappily
(en)
δυσάρεστα
⮡
He very
unhappily
accepted my decision.
Δέχτηκε πολύ
δυσάρεστα
την απόφασή μου.
Πηγές
επεξεργασία
unhappily
-
Oxford Learner's Dictionaries