tiglon
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
- τιγρέων, τιγρέοντας, τιγράρι, τάιγκον, τάιγκλον
- υβρίδιο (υβριδικός απόγονος, αποτέλεσμα υβριδικής διασταύρωσης) μεταξύ αρσενικής τίγρης και θηλυκού λιονταριού
Αντώνυμα επεξεργασία
λεότιγρις, λεότιγρη επεξεργασία
υβρίδιο μεταξύ αρσενικού λιονταριού και θηλυκής τίγρης
Δείτε επίσης επεξεργασία
- tiglon στην αγγλική Βικιπαίδεια