théisme
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαthéisme
- théisme, θεϊσμός: πίστη στη ύπαρξη θεού, θεών, θείας υπόστασης
Σημειώσεις
επεξεργασία- déisme, ντεϊσμός: πίστη στην απόλυτη θεία αποχή(/μη εμπλοκή/μη επεμβατικότητα) απ' τον κόσμο, απόλυτα αντιμεταφυσικό κίνημα πλην της αποδοχής της κοσμικά άεργης θεότητας (,θεοτήτων, θείας φύσης)