Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

taffy (en) συνήθως χωρίς πληθυντικό ή taffies

  • taffy, είδος κολλώδους καραμέλας βουτήρου, μασώμενη καραμέλα