Ουσιαστικό

επεξεργασία

svenska (sv)

  1. (γλώσσα) τα σουηδικά
    Talar du svenska? - Μιλάς σουηδικά;
  2. (εθνικό όνομα) η Σουηδή, η Σουηδέζα
    Hon är svenska. - (Αυτή) είναι Σουηδέζα.