Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

superager < super- + ager

  Ουσιαστικό επεξεργασία

superager (en) ή super-ager

  • άτομο προχωρημένης ηλικίας, με νοητική ικανότητα αντίστοιχη νέου ανθρώπου