Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • (to) have strings attached, has strings attached
  • (to) come with strings attached

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

strings attached (en)

  1. με απαιτήσεις
  2. με περιορισμούς

Αντώνυμα

επεξεργασία